λαίμαργοι

λαίμαργοι
λαίμαργος
greedy
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μάκτης — μάκτης, ὁ (Α) 1. αυτός που ζυμώνει, ο ζυμωτής 2. στον πληθ. οἱ μάκται οι λαίμαργοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μακ τού μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω» + επίθημα της] …   Dictionary of Greek

  • περιγλωττίς — ίδος, ἡ Α 1. είδος λεπτού περικαλύμματος που τοποθετούσαν οι λαίμαργοι γύρω από την γλώσσα έτσι ώστε να επιτείνεται η αίσθηση τής γεύσης 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «σκεπαστήριον τῆς γλώσσης». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γλωττίς (< γλῶττα + επίθημα ίς …   Dictionary of Greek

  • σκεπαστήριος — ία, ον, ΜΑ 1. κατάλληλος για σκέπασμα, για προφύλαξη, για προστασία (α. «τὰ σκεπαστήρια ὅπλα», Διον. Αλ. β. «ταῑς... δοραῑς τῶν θηρίων σκεπαστηρίοις χρῆσθαι», Διόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκεπαστήριον α) επενδύτης, πανωφόρι β) ασπίδα για τα μάτια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”